Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Πόρτα ελευθερίας σε 50 περίπου κρατουμένους στο Βόλο



Αποφυλακίσεις - εξπρές για την αποσυμφόρηση των φυλακών

Την πόρτα εξόδου από τις φυλακές ξεκίνησε ήδη να δείχνει σε κρατουμένους που εκτίουν ποινή έως πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης και της κάθειρξης, ο νέος νόμος του υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύθηκε την περασμένη Δευτέρα και τέθηκε σε εφαρμογή την επομένη...



Οι πρώτες αιτήσεις απόλυσης κρατουμένων κατατέθηκαν ήδη από τις διευθύνσεις των δύο φυλακών Βόλου. Την ίδια ώρα στην Εισαγγελία ξεσκαρτάρουν υποθέσεις που θα τεθούν στο αρχείο, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ίδιου νόμου περί παραγραφής ποινών.

Στην Εισαγγελία Βόλου τις τελευταίες ημέρες τρέχουν και δεν φτάνουν, μετά τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος 4043/12 με στόχο την αποσυμφόρηση των φυλακών και προβλέπει μεταξύ άλλων την απόλυση κρατουμένων υπό τον όρο της ανάκλησης.

Εκτιμάται ότι πανελλαδικά παράθυρο αποφυλάκισης ανοίγει για περίπου 1.500 κρατουμένους σε σωφρονιστικά καταστήματα, αποσκοπώντας να αντιμετωπισθεί ο ασφυκτικός συνωστισμός στα κελιά των φυλακών, με την κατάσταση να περιγράφεται ότι έχει φτάσει στο απροχώρητο προκαλώντας διαρκείς αντιδράσεις διαμαρτυρίας για τις συνθήκες διαβίωσης.

Ήδη μέσα στις τέσσερις πρώτες ημέρες από την εφαρμογή του νόμου, στην Εισαγγελία Βόλου κατατέθηκαν 14 αιτήσεις αποφυλάκισης κρατουμένων από τις φυλακές Κασσαβέτειας στη μεγάλη τους πλειοψηφία και το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου. Υπολογίζεται ότι από τα δύο σωφρονιστικά καταστήματα στη Μαγνησία, ο νόμος θα δώσει τη δυνατότητα αποφυλάκισης σε 50 περίπου κρατούμενους.

Σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις, κρατούμενοι οι οποίοι εκτίουν ποινή που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, απολύονται με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, υπό τον όρο της ανάκλησης ως εξής: εάν η ποινή έχει διάρκεια έως 3 χρόνια, απολύονται εφόσον έχουν εκτίσει το 1/10 της ποινής, εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 3 ετών και μέχρι 5 έτη, συμπεριλαμβανομένης και της κάθειρξης, εφόσον έχουν εκτίσει το 1/5 της ποινής.

Ανήλικοι κρατούμενοι, οι οποίοι εκτίουν ποινή περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων, απολύονται με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης ως εξής: εάν η ποινή έχει διάρκεια μέχρι 3 έτη και εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν το 1/10, εάν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 3 ετών μέχρι 5 έτη εφόσον έχουν εκτίσει το 1/5.

Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις δεν αφορούν όσους έχουν καταδίκες για οικονομικά εγκλήματα, φοροδιαφυγή και οργανωμένο έγκλημα. Συγκεκριμένα, εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις όσοι έχουν καταδικαστεί για παράβαση του ν. 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου, του ν. 1882/1990 για τα χρέη προς το Δημόσιο, του ν. 2523/1997 για οποιοδήποτε αδίκημα περί την φορολογία και την φοροδιαφυγή και των άρθρων του Ποινικού Κώδικα, για την εγκληματική και τρομοκρατική οργάνωση.

Αντίθετα, η τροπολογία δεν αποκλείει καταδικασμένους για αδικήματα σχετικά με παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, που αποτελεί και ένα από τα πάγια αιτήματα των κατηγορουμένων για τέτοια αδικήματα.

Πίσω εάν παρανομήσουνΟ νομοθέτης παρέχει μια δεύτερη ευκαιρία σε καταδικασθέντες, αποφυλακίζοντάς τους, υπό τον απαράβατο όρο ότι μέσα σε πέντε έτη από την αποφυλάκισή τους δεν θα υποπέσουν σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη. Σε αυτή την περίπτωση και εφόσον καταδικασθούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή μεγαλύτερη του έτους, θα επιστρέψουν πίσω από τα κάγκελα των φυλακών για να εκτίσουν την καινούργια ποινή αθροιστικά με την υπόλοιπη για την οποία απολύθηκαν.

Στους απολυόμενους μπορούν να επιβληθούν με την ίδια εισαγγελική διάταξη όροι, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν δύναται ο εισαγγελέας να διατάξει την ανάκληση της απόλυσης.

Στις φυλακές της Κασσαβέτειας και του Βόλου από την περασμένη εβδομάδα, οι διευθυντές έχουν ανοίξει φακέλους κρατουμένων, προκειμένου να εντοπίσουν περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του νέου νόμου. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης μπορούν να υποβάλουν στον Εισαγγελέα μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση του νόμου τους φακέλους καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις για απόλυση.

Η φιλοσοφία του νομοθετήματος, σύμφωνα με το υπουργείο είναι η απόλυση κρατουμένων, που δεν είναι επικίνδυνοι για τη κοινωνία και επίσης όσων δεν έχουν τη δυνατότητα να εξαγοράσουν τις ποινές τους.

Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης σταθμίστηκε και η δύσκολη οικονομική συγκυρία της χώρας, καθώς με βάση τα επίσημα στοιχεία το 60% των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές είναι άποροι. Από τους συνολικά 12.200 κρατουμένους, περίπου οι 7.300 δεν έχουν τη δυνατότητα να προμηθευτούν ούτε τα στοιχειώδη είδη προσωπικής υγιεινής και ένδυσης. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι περίπου 800 κρατούμενοι δεν μπορούν να εξαγοράσουν τις ποινές φυλάκισης λόγω οικονομικής δυσχέρειας.

Βάζουν «Χ» σε ποινέςΗ δεύτερη ευνοημένη κατηγορία από τις διατάξεις της ίδιας τροπολογίας, αφορά όσους έχουν καταδικαστεί σε ποινές μέχρι ενός έτους, καθώς παραγράφεται το αξιόποινο για ήσσονος σημασίας πταίσματα και πλημμελήματα.

Στην κατεύθυνση της εκκαθάρισης του αρχείου των μεγάλων Εισαγγελιών, προβλέπεται:- ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε 2 έτη νέα αξιόποινη πράξη.- ποινές φυλάκισης, που δεν έχουν εκτελεστεί, ούτε μετατραπεί και έχουν επιβληθεί για πλημμελήματα, με αποφάσεις οι οποίες κατέστησαν αμετάκλητες πριν τη δημοσίευση του νόμου, μετατρέπονται σε χρηματικές, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος.- παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη για πράξεις που έχουν τελεστεί μέχρι 31.12.2011 των πταισμάτων και των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον τηρούνται οι όροι οι φάκελοι των υποθέσεων θα τεθούν στο αρχείο.

Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν εξαιρέσεις, καθώς δεν μπορούν να υπαχθούν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις όσοι έχουν καταδικαστεί για παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής και μη καταβολής των εργοδοτών στους εργαζομένους των πάσης φύσεως αποδοχών.