Οι ιδανικές αναλογίες και… ποιες τις έχουν
Συγκρίνοντας, λοιπόν, τις διαστάσεις του μέσου όρου των σημερινών γυναικών ηλικίας από 20 έως 24 ετών και του μέσου όρου των γυναικών ηλικίας από 45 έως 49 ετών, επιβεβαιώνεται -και στην Ελλάδα- ότι οι γενιές ψηλώνουν.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Σωματομετρίας, η μέση Ελληνίδα....
ηλικίας 20-24 ετών έχει ύψος 1,63μ. και βάρος 57 κιλά. Η περιφέρεια στήθους της είναι 88εκ. και η περιφέρεια γοφών 98εκ. Για τις ηλικίες 25-29 το μέσο ύψος είναι 1,65μ. με βάρος 61 κιλά, η περιφέρεια στήθους είναι 91εκ. και γοφών 102εκ. -στοιχείο που εγείρει, βέβαια, το ερώτημα αν οι γυναίκες ψηλώνουν και μετά τα είκοσι τέσσερα. Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, ωστόσο, είναι εμφανώς κοντύτερες, π.χ. για την μέση Ελληνίδα των 45-49 ετών το ύψος υπολογίστηκε στα 1,61μ., το βάρος στα 67 κιλά, η περιφέρεια στήθους στα 96εκ. και γοφών στα 105εκ.
Για τους άνδρες, έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν έξι χρόνια στο περιοδικό Vita έδειξε πως το μέσο ύψος έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο, αφού ο σημερινός εικοσάρης έχει -κατά μέσο όρο- ύψος 1,78μ., κατά τρία εκατοστά μεγαλύτερο από τον σημερινό πενηντάρη. Επιπλέον, σε δημοσίευμα της εφημερίδας Το Βήμα τον Οκτώβριο του 2002, διαβάζουμε ότι δύο ευρείες -αν και λιγότερο επίσημες- διαχρονικές μελέτες που διεξήχθησαν από ειδικούς του Νοσοκομείου Παίδων Πεντέλης, έδειξαν ότι από το 1928 έως το 2001 τα αγόρια στην Αθήνα ψήλωσαν κατά 11,8 εκατοστά -από 1,65μ. μέσο ύψος στην ηλικία των 17 στο 1,76μ.-, ενώ τα κορίτσια ψήλωσαν κατά 7,3εκ –από 1,55 έφτασαν στο 1,63.
Γιατί, όμως, ψηλώνουμε και παχαίνουμε και πώς επηρεάζει αυτό την υγεία μας;
Στο ερώτημα γιατί παχαίνουμε και ψηλώνουμε, ο καθηγητής ιστορίας και κοινωνικής πολιτικής του Southampton University, Bernard Harris, εξηγεί ότι έχει να κάνει με την διατροφή μας, η οποία σήμερα είναι και καλύτερη και πιο πλούσια. Και προσθέτει πως, παραδόξως, η αύξηση του ύψους μας αντικατοπτρίζει τις όλο και πιο περιορισμένες απαιτήσεις μας από το περιβάλλον. Σήμερα, με τα πιο ζεστά σπίτια, τα καλύτερα φάρμακα και τις βελτιωμένες συνθήκες υγιεινής, όλη η ενέργειά μας -ειδικά κατά τα παιδικά μας χρόνια- μπορεί να αφιερωθεί στην ανάπτυξή μας. «Για παράδειγμα, πριν την καθιέρωση της κεντρικής θέρμανσης σε όλα τα σπίτια, οι άνθρωποι ξόδευαν περισσότερη σωματική ενέργεια για να ζεσταθούν», λέει ο καθηγητής Harris.
Ρόλο έπαιξε και η καθαριότητα του περιβάλλοντος που ζούμε, όπως και τα αντιβιοτικά που δεν κυκλοφορούσαν ευρέως τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50. Ο κ. Harris προσθέτει: «Σε ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, οι άνθρωποι συχνά υποφέρουν από διάρροια και γι’αυτό οι θρεπτικές ουσίες δεν παραμένουν όσο πρέπει στον οργανισμό. Επιπλέον, αν κανείς υποφέρει από επαναλαμβανόμενες μολύνσεις, ο οργανισμός χρησιμοποιεί όλη του την ενέργεια για να τις καταπολεμήσει, ενώ έχει λιγότερη όρεξη για να τραφεί.»
Ενδιαφέρον είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι η αύξηση του ύψους δείχνει να οφείλεται στην επιμήκυνση των ποδιών. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά και ενήλικες στην Ιαπωνία μεταξύ των 1957 και 1977, έδειξε ότι ενώ το μήκος του κορμού παρέμεινε σχεδόν το ίδιο, τα πόδια σταδιακά μάκρυναν. Έχει, όμως, σημασία; Ο καθηγητής Harris πιστεύει ότι το να ψηλώνουμε, γενικά, είναι καλό πράγμα από άποψη μακροζωίας. «Σε πολύ γενικές γραμμές, οι κοντύτεροι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν νωρίτερα».
Ως προς την αύξηση του βάρους τώρα, σύμφωνα με τους διαιτολόγους, οι άνθρωποι σήμερα προσλαμβάνουν τον ίδιο αριθμό θερμίδων όπως και πριν μισό αιώνα, όμως το είδος του φαγητού είναι διαφορετικό. Αποτελείται, δηλαδή, από περισσότερο λίπος -και μάλιστα κορεσμένο-, ενώ έχει αυξηθεί και η κατανάλωση αλκοόλ, με αποτέλεσμα να παχαίνουμε περισσότερο. Προσθέστε σε αυτά και την πολύ πιο καθιστική ζωή που κάνουμε σήμερα, σε σύγκριση με την δεκαετία του ’50, όταν η γυναίκα κατανάλωνε πολύ περισσότερη ενέργεια στις δουλειές του σπιτιού και όταν μόνο λίγοι διέθεταν αυτοκίνητο, και η διεύρυνση της περιφέρειας δεν αποτελεί έκπληξη.
Οι διαιτολόγοι, ωστόσο, υποστηρίζουν πως δεν είναι απαραίτητα κακό να είμαστε βαρύτεροι από την προηγούμενη γενιά, αν είμαστε αναλογικά ψηλότεροι. Και εξηγούν πως το γεγονός ότι είμαστε ψηλότεροι σημαίνει πως ο μέσος δείκτης μάζας σώματός μας, ο οποίος συνδέεται με τον κίνδυνο καρδιακών νοσημάτων, είναι ελαφρώς μικρότερος, συγκριτικά με του μέσου ανθρώπου πενήντα χρόνια πριν. Ο καθηγητής Harris, πάνω σε αυτό, εξηγεί, «Έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα με ΔΜΣ πάνω από 25 ή κάτω από 20 εμφανίζουν αυξημένο δείκτη θνησιμότητας, οπότε το να βρισκόμαστε κάπου ανάμεσα στα ποσά αυτά εξασφαλίζει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης».
Κανένα λόγο ανησυχίας, λοιπόν, δεν επιφέρουν οι αλλαγές στις οποίες υπόκειται το ανθρώπινο σώμα ανά τις δεκαετίες, ιδιαίτερα αν φροντίζουμε να διατηρούμε ένα ελεγχόμενο βάρος μέσω της καλής διατροφής και της άσκησης. Κρίνοντας, μάλιστα, από το συνεχώς αυξανόμενο μέσο προσδόκιμο ζωής -στην Ελλάδα έχει φτάσει τα 75 χρόνια για τους άνδρες και τα 80,3 χρόνια για τις γυναίκες- δεν αποκλείεται οι επόμενες δεκαετίες να μας βρουν υπεραιωνόβιους γίγαντες!